Σάτυρος

Σάτυρος
I
Άγιος της Αν. Ορθόδοξης Εκκλησίας. Είναι άγνωστος ο τόπος της καταγωγής του καθώς και ο χρόνος που μαρτύρησε. Αποκεφαλίστηκε στην Καμπανία της Ιταλίας, μαζί με πολλούς άλλους των περισσότερων από τους οποίους τα ονόματα είναι άγνωστα. Η μνήμη του τιμάται την 6η Ιουλίου.
II
Όνομα ιστορικών προσώπων.
1. Ένας από τους αρχιτέκτονες του περίφημου Μαυσωλείου στην Αλικαρνασσό της Καρίας, που έζησε γύρω στα μέσα του 4ου αι. π.Χ. Από την επιγραφή μιας βάσης που βρέθηκε στους Δελφούς και φέρει το όνομά του, προκύπτει ότι φιλοτέχνησε επίσης τα αγάλματα του Ιδριέα και της Άδας, δηλαδή των αδελφών και διαδόχων του Μαυσώλου και της Αρτεμισίας.
2. Περιπατητικός φιλόσοφος και βιογράφος από την Κάλλατι του Πόντου, που έζησε τον 3o αι. π.Χ. Ανάμεσα στις διάφορες βιογραφίες που έγραψε, είναι και του Φίλιππου B’, του Σοφοκλή, Δημοσθένη κ.ά. Ο Διογένης ο Λαέρτιος και ο Αθήναιος έχουν σώσει μερικά αποσπάσματα από τα έργα του, και στην Οξύρρυγχο βρέθηκε ένα απόσπασμα από τη βιογραφία του Ευριπίδη. Έζησε κυρίως στην Αλεξάνδρεια.
3. Μαθητής του Αρίσταρχου, που έζησε τον 2o αι. π.Χ. Είχε γράψει μια συλλογή από αρχαίους μύθους.
4. Γιατρός, μαθητής του Κόιντου από τη Ρώμη και δάσκαλος του Γαληνού στην Πέργαμο. Έζησε γύρω στο 150 π.Χ.
5. Επιγραμματοποιός, που έζησε στο τέλος του 1ου αι. π.Χ.
* * *
ο, ΝΑ και δωρ. τ. Τίτυρος Α
1. καθένας από τους τραγοπόδαρους, κερασφόρους και με σιμή μύτη και οξύληκτα αφτιά δαίμονες, συντρόφους τού Διονύσου, που, σύμφωνα με την αρχαία μυθολογία, κατοικούσαν στα δάση
2. ως προσηγ. σάτυρος
άνθρωπος λάγνος, ακόλαστος
νεοελλ.
ως προσηγ.
1. τερατόμορφος, πολύ άσχημος άνθρωπος
2. ζωολ. είδος εντόμου
αρχ.
1. ο Διόνυσος
2. προσωνυμία τού Σωκράτους, ο οποίος ονομάστηκε έτσι λόγω τής ειρωνείας του («ὅδε ὁ Σάτυρος», Πλάτ.)
3. είδος πιθήκου με ουρά, που ονομάστηκε έτσι λόγω τής ομοιότητάς του με Σάτυρο
4. ονομασία μυθικού λαού τής Αιθιοπίας
5. (κατά τον Ησύχ.) «ἡ ἔντασις»
6. στον πληθ. οἱ Σάτυροι
το σατυρικό δράμα («ὅταν Σατύρους ποιῇς», Αριστοφ.)
7. φρ. α) «βασιλεὺς Σατύρων» — ο Περικλής
β) «Σατύρων πρόσωπα» — κοσμήματα με μορφές Σατύρων.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για δάνεια λ. αβέβαιης προέλευσης και σημ. σχετική με τη λατρεία τού Διονύσου (πρβλ. και τους συνώνυμους τ. Σιληνός και Τίτυρος). Κατά μία άποψη, πρόκειται για ιλλυρικό δάνειο που συνδέεται με το λατ. satur «παραγεμισμένος, ποικίλος» (βλ. λ. σάτιρα), ενώ κατ' άλλους η λ. είναι πελασγικής προέλευσης].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • Σάτυρος — lewd masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σάτυρος — lewd masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σάτυρος — ο 1. άνθρωπος φιλήδονος και ακόλαστος. Αυτός ο γέρος είναι σάτυρος. 2. άσχημος, δυσειδής …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Σάτυρος — ο κατώτερος δαίμονας στην αρχαία ελληνική μυθολογία, με πόδια τράγου και κέρατα, ακόλουθος του Διόνυσου …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Σατύρω — Σάτυρος lewd masc nom/voc/acc dual Σάτυρος lewd masc gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σατύρω — Σάτυρος lewd masc nom/voc/acc dual Σάτυρος lewd masc gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Σατύροιο — Σάτυρος lewd masc gen sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σατύροιο — Σάτυρος lewd masc gen sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Σατύροις — Σάτυρος lewd masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σατύροις — Σάτυρος lewd masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”